- φασματώδεις
- φασματώδηςlike a visionmasc/fem acc plφασματώδηςlike a visionmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φασματώδης — ῶδες, ΜΑ [φάσμα, ατος] 1. όμοιος με φάσμα, με φάντασμα («σκιαὶ φασματώδεις», Μεθόδ.) 2. τερατώδης … Dictionary of Greek